- ἐπαιτητάριον
- ἐπαιτητάριονlittle beggarneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαιτητάριον — ἐπαιτητάριον, το (Α) 1. ο μικρός επαίτης, το ζητιανάκι 2. είδος φυλαχτού, περιάπτου … Dictionary of Greek